καλόγερος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καλόγερος οι καλόγεροι
      γενική του καλόγερου
& καλογέρου
των καλόγερων
& καλογέρων
    αιτιατική τον καλόγερο τους καλόγερους
& καλογέρους
     κλητική καλόγερε καλόγεροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ορθόδοξος καλόγερος.
Εσώρουχα κρεμασμένα σε καλόγερο.
Αρσενικός καλόγερος (πτηνό).

Ετυμολογία

καλόγερος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλόγερος < ελληνιστική κοινή καλόγηρος < αρχαία ελληνική καλός + γῆρας

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈlo.ʝe.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλόγερος
ομόηχο: Καλόγερος (επώνυμο)
τονικό παρώνυμο: Καλογήρου (επώνυμο)


Ουσιαστικό

καλόγερος αρσενικό (θηλυκό: καλόγρια / καλογριά)

  1. (θρησκεία) μοναχός
  2. (κατ’ επέκταση) άνθρωπος που ζει απομονωμένος σαν μοναχός
  3. ψηλό έπιπλο-κρεμάστρα που στηρίζεται στο πάτωμα και έχει άγκιστρα για το κρέμασμα των παλτών, των καπέλων κ.λπ.
  4. εξόγκωμα του δέρματος γεμάτο πύον, επιστημονικά δοθιήνας
  5. (πτηνό) είδος πουλιού (Parus Major)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.