Καλογήρου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
- Καλογήρου < πατρωνυμικό, από επώνυμο Καλόγηρος (< καλόγηρος)
-
Σπύρος Καλογήρου (1922-2009) στη Βικιπαίδεια
, Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου
Ετυμολογία 2
- Καλογήρου < γενική ενικού του αρσενικού Καλόγηρος
Ετυμολογία 3
- Καλογήρου : κλιτικός τύπος
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.