Καλογήρου

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

Καλογήρου < πατρωνυμικό, από επώνυμο Καλόγηρος (< καλόγηρος)

Κύριο όνομα

Καλογήρου αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές


Ετυμολογία 2

Καλογήρου < γενική ενικού του αρσενικού Καλόγηρος

Κύριο όνομα

Καλογήρου θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές


Ετυμολογία 3

Καλογήρου : κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Καλογήρου αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.