αποκαλόγερος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποκαλόγερος οι αποκαλόγεροι
      γενική του αποκαλόγερου των αποκαλόγερων
    αιτιατική τον αποκαλόγερο τους αποκαλόγερους
     κλητική αποκαλόγερε αποκαλόγεροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποκαλόγερος < απο- + καλόγερος

Ουσιαστικό

αποκαλόγερος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.