καλογραία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλογραία οι καλογραίες
      γενική της καλογραίας των καλογραιών
    αιτιατική την καλογραία τις καλογραίες
     κλητική καλογραία καλογραίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλογραία < μεσαιωνική ελληνική καλογραία < αρχαία ελληνική καλός + γραῖα

Ουσιαστικό

καλογραία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.