κρέμασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρέμασμα τα κρεμάσματα
      γενική του κρεμάσματος των κρεμασμάτων
    αιτιατική το κρέμασμα τα κρεμάσματα
     κλητική κρέμασμα κρεμάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρέμασμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κρέμασμα ουδέτερο

  1. η ανάρτηση αντικειμένου το οποίο κρατιέται από κάπου
  2. η χαλάρωση και το σακούλιασμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.