κρέμασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κρέμασμα | τα | κρεμάσματα |
| γενική | του | κρεμάσματος | των | κρεμασμάτων |
| αιτιατική | το | κρέμασμα | τα | κρεμάσματα |
| κλητική | κρέμασμα | κρεμάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κρέμασμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κρέμασμα ουδέτερο
- η ανάρτηση αντικειμένου το οποίο κρατιέται από κάπου
- η χαλάρωση και το σακούλιασμα
Μεταφράσεις
κρέμασμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.