καλόγηρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καλόγηρος οι καλόγηροι
      γενική του καλόγηρου
& καλογήρου
των καλόγηρων
& καλογήρων
    αιτιατική τον καλόγηρο τους καλόγηρους
& καλογήρους
     κλητική καλόγηρε καλόγηροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλόγηρος < κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή καλόγηρος

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈlo.ʝi.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλόγηρος

Ουσιαστικό

καλόγηρος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.