καλογερική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καλογερική | ||
| γενική | της | καλογερικής | ||
| αιτιατική | την | καλογερική | ||
| κλητική | καλογερική | |||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καλογερική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου καλογερικός
Ουσιαστικό
καλογερική θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (θρησκεία) το να είναι κανείς καλόγερος, να πρέπει να ζει τη ζωή ενός καλογέρου
Εκφράσεις
- βαριά η καλογερική: είναι δύσκολο να είναι κανείς καλόγερος ή (μεταφορικά) να έχει οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα συνεπάγεται μεγάλη αφοσίωση, πολλές υποχρεώσεις και θυσίες
Κλιτικός τύπος επιθέτου
καλογερική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του καλογερικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.