κοσμοκαλόγερος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοσμοκαλόγερος οι κοσμοκαλόγεροι
      γενική του κοσμοκαλόγερου των κοσμοκαλόγερων
    αιτιατική τον κοσμοκαλόγερο τους κοσμοκαλόγερους
     κλητική κοσμοκαλόγερε κοσμοκαλόγεροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοσμοκαλόγερος < κοσμο- + καλόγερος

Ουσιαστικό

κοσμοκαλόγερος αρσενικό

  1. μοναχός που ζει στον κόσμο κι όχι σε μοναστήρι
  2. άνθρωπος που ζει μέσα στην κοινωνία αλλά έχει απαρνηθεί τις εγκόσμιες απολαύσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.