κοσμοκαλόγερος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κοσμοκαλόγερος | οι | κοσμοκαλόγεροι |
| γενική | του | κοσμοκαλόγερου | των | κοσμοκαλόγερων |
| αιτιατική | τον | κοσμοκαλόγερο | τους | κοσμοκαλόγερους |
| κλητική | κοσμοκαλόγερε | κοσμοκαλόγεροι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοσμοκαλόγερος < κοσμο- + καλόγερος
Ουσιαστικό
κοσμοκαλόγερος αρσενικό
Μεταφράσεις
κοσμοκαλόγερος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.