καλογερόπαπας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καλογερόπαπας | οι | καλογεροπαπάδες |
| γενική | του | καλογερόπαπα | των | καλογεροπαπάδων |
| αιτιατική | τον | καλογερόπαπα | τους | καλογεροπαπάδες |
| κλητική | καλογερόπαπα | καλογεροπαπάδες | ||
| Κατηγορία όπως «τραγόπαπας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καλογερόπαπας < καλόγερ(ος) + -ό- + παπάς
Μεταφράσεις
καλογερόπαπας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.