Καλογεράκης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Καλογεράκης | οι | Καλογεράκηδες |
| γενική | του | Καλογεράκη | των | Καλογεράκηδων |
| αιτιατική | τον | Καλογεράκη | τους | Καλογεράκηδες |
| κλητική | Καλογεράκη | Καλογεράκηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.lo.ʝeˈɾa.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐λο‐γε‐ρά‐κης
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Калогеракис
- λατινικοί χαρακτήρες: Kalogerakis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.