κεντρίζω

Νέα ελληνικά (el)

σφήκα που κεντρίζει μια κάμπια

Ετυμολογία

κεντρίζω < αρχαία ελληνική κεντρίζω

Ρήμα

κεντρίζω

  1. χτυπάω ή τρυπάω με κεντρί
  2. μπολιάζω, σχίζω ένα τμήμα φυτού και τοποθετώ μέσα σε αυτό μπόλι
  3. (μεταφορικά) ερεθίζω, παρακινώ

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κεντρίζω < κέντρον + -ίζω

Ρήμα

κεντρίζω

  1. χτυπάω ή τρυπάω με κεντρί, κεντρίζω
  2. (μεταφορικά) παρακινώ
  3. εμβολίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.