έκκεντρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έκκεντρος η έκκεντρη το έκκεντρο
      γενική του έκκεντρου της έκκεντρης του έκκεντρου
    αιτιατική τον έκκεντρο την έκκεντρη το έκκεντρο
     κλητική έκκεντρε έκκεντρη έκκεντρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έκκεντροι οι έκκεντρες τα έκκεντρα
      γενική των έκκεντρων των έκκεντρων των έκκεντρων
    αιτιατική τους έκκεντρους τις έκκεντρες τα έκκεντρα
     κλητική έκκεντροι έκκεντρες έκκεντρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

έκκεντρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔκκεντρος < ἐκ + κέντρον

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.cen.dɾos/ & /ˈe.cːen.dɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έκκεντρος

Επίθετο

έκκεντρος, -η, -ο

  1. αυτός που είναι τοποθετημένος εκτός του κέντρου του κύκλου
  2. που ο άξονας περιστροφής δεν περνά από το κέντρο του
  3. (ειδικότερα) που δεν έχει το ίδιο κέντρο με κάτι άλλο όμοιο (λέγεται για κύκλο ή σφαίρα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.