εκκεντροφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκκεντροφόρος | η | εκκεντροφόρα | το | εκκεντροφόρο |
| γενική | του | εκκεντροφόρου | της | εκκεντροφόρας | του | εκκεντροφόρου |
| αιτιατική | τον | εκκεντροφόρο | την | εκκεντροφόρα | το | εκκεντροφόρο |
| κλητική | εκκεντροφόρε | εκκεντροφόρα | εκκεντροφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκκεντροφόροι | οι | εκκεντροφόρες | τα | εκκεντροφόρα |
| γενική | των | εκκεντροφόρων | των | εκκεντροφόρων | των | εκκεντροφόρων |
| αιτιατική | τους | εκκεντροφόρους | τις | εκκεντροφόρες | τα | εκκεντροφόρα |
| κλητική | εκκεντροφόροι | εκκεντροφόρες | εκκεντροφόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκκεντροφόρος < έκκεντρ(ο) + -ο- + -φόρος
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκκεντροφόρος | οι | εκκεντροφόροι |
| γενική | της | εκκεντροφόρου | των | εκκεντροφόρων |
| αιτιατική | την | εκκεντροφόρο | τις | εκκεντροφόρους |
| κλητική | εκκεντροφόρε (εκκεντροφόρο) |
εκκεντροφόροι | ||
| Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
εκκεντροφόρος αρσενικό
- εξάρτημα της μηχανής του αυτοκινήτου, ο άξονας της μηχανής εσωτερικής καύσης στον οποίο βρίσκονται τα έκκεντρα που ανοιγοκλείνουν τις βαλβίδες
Μεταφράσεις
εκκεντροφόρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.