απόκεντρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απόκεντρος | η | απόκεντρη | το | απόκεντρο |
| γενική | του | απόκεντρου | της | απόκεντρης | του | απόκεντρου |
| αιτιατική | τον | απόκεντρο | την | απόκεντρη | το | απόκεντρο |
| κλητική | απόκεντρε | απόκεντρη | απόκεντρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απόκεντροι | οι | απόκεντρες | τα | απόκεντρα |
| γενική | των | απόκεντρων | των | απόκεντρων | των | απόκεντρων |
| αιτιατική | τους | απόκεντρους | τις | απόκεντρες | τα | απόκεντρα |
| κλητική | απόκεντροι | απόκεντρες | απόκεντρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απόκεντρος < (ελληνιστική κοινή) ἀπόκεντρος
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.