διάκεντρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διάκεντρος | οι | διάκεντροι (διάκεντρες) |
| γενική | της | διακέντρου | των | διακέντρων |
| αιτιατική | τη | διάκεντρο | τις | διακέντρους (διάκεντρες) |
| κλητική | διάκεντρε (διάκεντρο) | διάκεντροι (διάκεντρες) | ||
| Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
διάκεντρος θηλυκό
- (γεωμετρία) το ευθύγραμμο τμήμα που έχει για άκρα του τα κέντρα δύο κύκλων ή δύο σφαιρών
Μεταφράσεις
διάκεντρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.