ίδρυμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ίδρυμα τα ιδρύματα
      γενική του ιδρύματος των ιδρυμάτων
    αιτιατική το ίδρυμα τα ιδρύματα
     κλητική ίδρυμα ιδρύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ίδρυμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἵδρυμα και σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική institution, foundation[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.ðɾi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ίδρυμα

Ουσιαστικό

ίδρυμα ουδέτερο

  1. ο οργανισμός υπηρεσιών που συγκροτείται για κοινωφελείς σκοπούς
  2. (συνεκδοχικά) το κτήριο όπου στεγάζεται ο παραπάνω οργανισμός
  3. κάθε οργανισμός όπου δίνεται στέγη και τροφή σε άτομα που δεν μπορούν να αυτοεξυπητερηθούν (ψυχιατρείο, γηροκομείο, ορφανοτροφείο κ.λπ.)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.