κέντρον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κέντρον τὰ κέντρ
      γενική τοῦ κέντρου τῶν κέντρων
      δοτική τῷ κέντρ τοῖς κέντροις
    αιτιατική τὸ κέντρον τὰ κέντρ
     κλητική ! κέντρον κέντρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κέντρω
γεν-δοτ τοῖν  κέντροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κέντρον < κεντέω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

κέντρον ουδέτερο

  1. κάθε αιχμηρό αντικείμενο που χρησιμεύει για κέντρισμα ζώου, κεντρί
    δεινόν προς κέντρα λακτίζειν
     συνώνυμα: βουπλήξ, βούκεντρον
  2. παρακίνηση, παρόρμηση
  3. όργανο βασανισμού
  4. αιχμή του δόρατος
  5. κέντρο στροβίλου
  6. κεντρί εντόμων
  7. τμήμα του ποδιού του κόκορα, με το οποίο χτυπάει
  8. το αγκάθι του θαλασσινού ζώου τοξότης
  9. το ανδρικό μόριο
  10. το σταθερό σκέλος του διαβήτη
  11. καρφί

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.