κεντρώος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κεντρώος < κέντρο
Επίθετο
κεντρώος
- πολιτικά μετριοπαθής
- που δεν φανατίζεται με δεξιές ιδέες όπως η θρησκεία, το έθνος και ο καπιταλισμός αλλά δεν τις εκμηδενίζει όπως ο μαρξιστής αριστερός, ήπιος λειτουργιστής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.