κεντράρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεντράρισμα τα κεντραρίσματα
      γενική του κεντραρίσματος των κεντραρισμάτων
    αιτιατική το κεντράρισμα τα κεντραρίσματα
     κλητική κεντράρισμα κεντραρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κεντράρισμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κεντράρισμα ουδέτερο

  • το αποτέλεσμα του κεντράρω
  • εστίαση, στόχευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.