ορθόκεντρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ορθόκεντρο τα ορθόκεντρα
      γενική του ορθόκεντρου των ορθόκεντρων
    αιτιατική το ορθόκεντρο τα ορθόκεντρα
     κλητική ορθόκεντρο ορθόκεντρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορθόκεντρο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ορθόκεντρο ουδέτερο

  • (γεωμετρία) το σημείο στο οποίο τέμνονται τα ύψη του τριγώνου
     δείτε και τη λέξη βαρύκεντρο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.