συγκεντρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συγκεντρώνω < συν + κέντρο + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική concentrer)
- (μαρτυρείται από το 1814)
Ρήμα
συγκεντρώνω (παθητική φωνή: συγκεντρώνομαι)
- μαζεύω, συλλέγω, φέρνω διάφορα πράγματα ή άτομα σε κάποιο σημείο
- ↪Χθες ο Στέφανος συγκέντρωσε πληροφορίες για το έγκλημα το οποίο συνέβη.
- (κατ’ επέκταση) έχω
- (μεταφορικά) προσελκύω
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- συγκεντρωμένος
- συγκεντρώνομαι
- συγκέντρωση
- συγκεντρωτικά
- συγκεντρωτικός
- συγκεντρωτικώς
- συγκεντρωτισμός
- → δείτε τις λέξεις συν και κέντρο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συγκεντρώνω | συγκέντρωνα | θα συγκεντρώνω | να συγκεντρώνω | συγκεντρώνοντας | |
| β' ενικ. | συγκεντρώνεις | συγκέντρωνες | θα συγκεντρώνεις | να συγκεντρώνεις | συγκέντρωνε | |
| γ' ενικ. | συγκεντρώνει | συγκέντρωνε | θα συγκεντρώνει | να συγκεντρώνει | ||
| α' πληθ. | συγκεντρώνουμε | συγκεντρώναμε | θα συγκεντρώνουμε | να συγκεντρώνουμε | ||
| β' πληθ. | συγκεντρώνετε | συγκεντρώνατε | θα συγκεντρώνετε | να συγκεντρώνετε | συγκεντρώνετε | |
| γ' πληθ. | συγκεντρώνουν(ε) | συγκέντρωναν συγκεντρώναν(ε) |
θα συγκεντρώνουν(ε) | να συγκεντρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συγκέντρωσα | θα συγκεντρώσω | να συγκεντρώσω | συγκεντρώσει | ||
| β' ενικ. | συγκέντρωσες | θα συγκεντρώσεις | να συγκεντρώσεις | συγκέντρωσε | ||
| γ' ενικ. | συγκέντρωσε | θα συγκεντρώσει | να συγκεντρώσει | |||
| α' πληθ. | συγκεντρώσαμε | θα συγκεντρώσουμε | να συγκεντρώσουμε | |||
| β' πληθ. | συγκεντρώσατε | θα συγκεντρώσετε | να συγκεντρώσετε | συγκεντρώστε | ||
| γ' πληθ. | συγκέντρωσαν συγκεντρώσαν(ε) |
θα συγκεντρώσουν(ε) | να συγκεντρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συγκεντρώσει | είχα συγκεντρώσει | θα έχω συγκεντρώσει | να έχω συγκεντρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συγκεντρώσει | είχες συγκεντρώσει | θα έχεις συγκεντρώσει | να έχεις συγκεντρώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συγκεντρώσει | είχε συγκεντρώσει | θα έχει συγκεντρώσει | να έχει συγκεντρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συγκεντρώσει | είχαμε συγκεντρώσει | θα έχουμε συγκεντρώσει | να έχουμε συγκεντρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συγκεντρώσει | είχατε συγκεντρώσει | θα έχετε συγκεντρώσει | να έχετε συγκεντρώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συγκεντρώσει | είχαν συγκεντρώσει | θα έχουν συγκεντρώσει | να έχουν συγκεντρώσει |
| |
Μεταφράσεις
συγκεντρώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.