άκεντρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άκεντρος | η | άκεντρη | το | άκεντρο |
| γενική | του | άκεντρου | της | άκεντρης | του | άκεντρου |
| αιτιατική | τον | άκεντρο | την | άκεντρη | το | άκεντρο |
| κλητική | άκεντρε | άκεντρη | άκεντρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άκεντροι | οι | άκεντρες | τα | άκεντρα |
| γενική | των | άκεντρων | των | άκεντρων | των | άκεντρων |
| αιτιατική | τους | άκεντρους | τις | άκεντρες | τα | άκεντρα |
| κλητική | άκεντροι | άκεντρες | άκεντρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
άκεντρος
- το έντομο που δεν έχει κεντρί
- αυτός που δεν διαθέτει κέντρο, επίκεντρο, ο σκόρπιος, ο χαώδης
- άκεντρος: παράγοντας σε μαθηματικές εξισώσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.