εκκαθάριση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκκαθάριση | οι | εκκαθαρίσεις |
| γενική | της | εκκαθάρισης* | των | εκκαθαρίσεων |
| αιτιατική | την | εκκαθάριση | τις | εκκαθαρίσεις |
| κλητική | εκκαθάριση | εκκαθαρίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εκκαθαρίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκκαθάριση < (ελληνιστική κοινή) ἐκκαθάρισις (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική liquidation)
Ουσιαστικό
εκκαθάριση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εκκαθαρίζω
- το ξεκαθάρισμα, το πάστρεμα, η αφαίρεση της βρωμιάς
- (μεταφορικά) η ομαδική απόλυση υπαλλήλων που δεν εκπληρώνουν τα τυπικά προσόντα της θέσης τους
- (μεταφορικά) (συνήθως στον πληθυντικό) η αναγκαστική απομάκρυνση στελεχών από τις κομματικές θέσεις τους (με συνοπτικές διαδικασίες ή δίκες, εκτελέσεις, εκτοπίσεις κ.λπ.)
- οι σταλινικές εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του 1930
- (μεταφορικά) ο διακανονισμός της λογιστικής κατάστασης μιας επιχείρησης η οποία κλείνει με τον υπολογισμό και τον ισοσκελισμό ενεργητικού και παθητικού
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις εκκαθαρίζω, καθαρίζω και καθαρός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.