εκκαθαρίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εκκαθαρίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκκαθαρίζω
  2. θα εκκαθαρίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκκαθαρίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εκκαθαρίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκκαθάριση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.