εκκαθαρίσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
εκκαθαρίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκκαθαρίζω
- θα εκκαθαρίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκκαθαρίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
εκκαθαρίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκκαθάριση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.