ξεκαθάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεκαθάρισμα | τα | ξεκαθαρίσματα |
| γενική | του | ξεκαθαρίσματος | των | ξεκαθαρισμάτων |
| αιτιατική | το | ξεκαθάρισμα | τα | ξεκαθαρίσματα |
| κλητική | ξεκαθάρισμα | ξεκαθαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεκαθάρισμα < ξεκαθαρίζω + -μα
Ουσιαστικό
ξεκαθάρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρήματος ξεκαθαρίζω
- ξεκαθάρισμα λογαριασμών: η οριστική επίλυση διαφορών, συχνά με προσφυγή στη βία
- σύμφωνα με την αστυνομία, οι πρόσφατοι φόνοι οφείλονται σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σε αντίπαλες ομάδες του υποκόσμου
Μεταφράσεις
ξεκαθάρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.