ξεκαθάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεκαθάρισμα τα ξεκαθαρίσματα
      γενική του ξεκαθαρίσματος των ξεκαθαρισμάτων
    αιτιατική το ξεκαθάρισμα τα ξεκαθαρίσματα
     κλητική ξεκαθάρισμα ξεκαθαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεκαθάρισμα < ξεκαθαρίζω + -μα

Ουσιαστικό

ξεκαθάρισμα ουδέτερο

  1. ξεκαθάρισμα λογαριασμών: η οριστική επίλυση διαφορών, συχνά με προσφυγή στη βία
    σύμφωνα με την αστυνομία, οι πρόσφατοι φόνοι οφείλονται σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σε αντίπαλες ομάδες του υποκόσμου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.