εξοβελισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εξοβελισμός | οι | εξοβελισμοί |
| γενική | του | εξοβελισμού | των | εξοβελισμών |
| αιτιατική | τον | εξοβελισμό | τους | εξοβελισμούς |
| κλητική | εξοβελισμέ | εξοβελισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξοβελισμός < εξοβελίζω
Ουσιαστικό
εξοβελισμός αρσενικό
- η ενέργεια του εξοβελίζω
- η διαγραφή κειμένου που θεωρείται μη γνήσιο
- η απομάκρυνση προσώπου ή πράγματος από ένα οργανωμένο σύνολο
- Εξοβελισμός των κομμάτων από τα ΑΕΙ (τίτλος άρθρου της εφημερίδας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 10 Ιουλίου 2011)
- Να σταματήσει ο εξοβελισμός των Αθλητών με Αναπηρία από το ΟΑΚΑ (Ερώτηση στην ελληνική Βουλή)
Συγγενικά
- εξοβελίζομαι
- εξοβελίζω
Μεταφράσεις
εξοβελισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.