ξεδιάλυμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεδιάλυμα τα ξεδιαλύματα
      γενική του ξεδιαλύματος των ξεδιαλυμάτων
    αιτιατική το ξεδιάλυμα τα ξεδιαλύματα
     κλητική ξεδιάλυμα ξεδιαλύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεδιάλυμα < ξεδιαλύνω

Ουσιαστικό

ξεδιάλυμα ουδέτερο

  • το αποτέλεσμα του ξεδιαλύνω, όχι ιδιαίτερα χρησιμοποιουμενη λέξη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.