αποδιωγμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποδιωγμός οι αποδιωγμοί
      γενική του αποδιωγμού των αποδιωγμών
    αιτιατική τον αποδιωγμό τους αποδιωγμούς
     κλητική αποδιωγμέ αποδιωγμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποδιωγμός < (αποδιώχνω), απο--διωγ- + -μός

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.ði̯oɣˈmos/ & /a.po.ðʝoɣˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποδιωγμός

Ουσιαστικό

αποδιωγμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.