purge

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

purge (fr) θηλυκό

  1. το καθαρτικό, το καθάρσιο
  2. το άδειασμα
  3. η εκκαθάριση

Αγγλικά (en)

Ρήμα

purge (en)

  1. απομακρύνω, διώχνω, καθαρίζω
    • ξεφορτώνομαι
  2. εκδιώχνω
  3. (μεταφορικά) σκοτώνω, καθαρίζω, φονεύω, εξοντώνω, εξολοθρεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.