αποβολή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποβολή | οι | αποβολές |
| γενική | της | αποβολής | των | αποβολών |
| αιτιατική | την | αποβολή | τις | αποβολές |
| κλητική | αποβολή | αποβολές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποβολή < αρχαία ελληνική ἀποβολή
Ουσιαστικό
αποβολή θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αποβάλλω
- φυσιολογική ή και εκούσια απώλεια
- το φίδι μετά την αποβολή του δέρματός του αποκτά καινούριο
- ακούσια διακοπή της εγκυμοσύνης
- η πειθαρχική ποινή με την οποία επιβάλλεται σε κάποιον παραβάτη (μαθητή ή αθλητή) να αποχωρήσει (από το σχολείο ή τον αγώνα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.