αποκάθαρση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποκάθαρση | οι | αποκαθάρσεις |
| γενική | της | αποκάθαρσης* | των | αποκαθάρσεων |
| αιτιατική | την | αποκάθαρση | τις | αποκαθάρσεις |
| κλητική | αποκάθαρση | αποκαθάρσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποκαθάρσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποκάθαρση < αρχαία ελληνική ἀποκάθαρσις < ἀποκαθαίρω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.