αποπομπή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποπομπή | οι | αποπομπές |
| γενική | της | αποπομπής | των | αποπομπών |
| αιτιατική | την | αποπομπή | τις | αποπομπές |
| κλητική | αποπομπή | αποπομπές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποπομπή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποπομπή (αποτροπή) < πέμπω. Συγχρονικά αναλύεται σε απο- + πομπή.
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.pomˈbi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐πο‐μπή
- παλιότερος συλλαβισμός : α‐πο‐πομ‐πή
Ουσιαστικό
αποπομπή θηλυκό
- η ενέργεια με την οποία κάποιος διώχνεται, αποπέμπεται από έναν τόπο ή από τη θέση του, το αξίωμά του
- ↪ Η αποτυχία της εκπαιδευτικής πολιτικής οδήγησε στην αποπομπή του αρμόδιου υπουργού.
- ≈ συνώνυμα: διώξιμο, απομάκρυνση
- (ειδικότερα) παύση από εργασία
- εκδίωξη (βίαιη αποπομπή)
Μεταφράσεις
αποπομπή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.