liquidation
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˌlɪkwəˈdeɪʃən/
Ουσιαστικό
liquidation (en)
- η ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων μιας εταιρείας όταν αυτή κλείνει
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| liquidation | liquidations |
liquidation (fr) θηλυκό
- η εκκαθάριση
- η ρευστοποίηση χρημάτων
- η ξεπούλημα
- η εκποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.