πάστρεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πάστρεμα | τα | παστρέματα |
| γενική | του | παστρέματος | των | παστρεμάτων |
| αιτιατική | το | πάστρεμα | τα | παστρέματα |
| κλητική | πάστρεμα | παστρέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πάστρεμα < παστρεύ(ω) + -μα με αποβολή του [v] πρίν από το [m][1] < μεσαιωνική ελληνική παστρεύω < σπαστρεύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpa.stɾe.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐στρε‐μα
Ουσιαστικό
πάστρεμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παστρεύω
Μεταφράσεις
πάστρεμα
|
Αναφορές
- πάστρεμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.