καθαρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καθαρίζω < (ελληνιστική κοινή) καθαρίζω < αρχαία ελληνική καθαρός + -ίζω
Ρήμα
καθαρίζω
- κάνω κάτι να μην είναι βρόμικο ή λερωμένο πια
- Τελείωσε το φαΐ σου και μετά να πλύνεις τα πιάτα και να καθαρίσεις το τραπέζι. (Χρήστος Βακαλόπουλος, Οι πτυχιούχοι)
- ≠ αντώνυμα: βρομίζω, λερώνω
- βγάζω από ένα μέρος αυτά που δεν ανήκουν ή δεν ταιριάζουν
- βγάζω τη φλούδα, τις λεπίδες κλπ από διάφορα φαγητά
- Να σου καθαρίσω μήλο; (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
- (οικείο) (λαϊκότροπο) κερδίζω, έχω εισόδημα
- Από την μπίζνα αυτή καθάρισε κάνα εκατομμύριο.
- (μεταφορικά) σκοτώνω κάποιον
- πρέπει να τον καθαρίσουμε, είναι ο μόνος μάρτυρας της δολοφονίας
Εκφράσεις
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καθαρίζω | καθάριζα | θα καθαρίζω | να καθαρίζω | καθαρίζοντας | |
| β' ενικ. | καθαρίζεις | καθάριζες | θα καθαρίζεις | να καθαρίζεις | καθάριζε | |
| γ' ενικ. | καθαρίζει | καθάριζε | θα καθαρίζει | να καθαρίζει | ||
| α' πληθ. | καθαρίζουμε | καθαρίζαμε | θα καθαρίζουμε | να καθαρίζουμε | ||
| β' πληθ. | καθαρίζετε | καθαρίζατε | θα καθαρίζετε | να καθαρίζετε | καθαρίζετε | |
| γ' πληθ. | καθαρίζουν(ε) | καθάριζαν καθαρίζαν(ε) |
θα καθαρίζουν(ε) | να καθαρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καθάρισα | θα καθαρίσω | να καθαρίσω | καθαρίσει | ||
| β' ενικ. | καθάρισες | θα καθαρίσεις | να καθαρίσεις | καθάρισε | ||
| γ' ενικ. | καθάρισε | θα καθαρίσει | να καθαρίσει | |||
| α' πληθ. | καθαρίσαμε | θα καθαρίσουμε | να καθαρίσουμε | |||
| β' πληθ. | καθαρίσατε | θα καθαρίσετε | να καθαρίσετε | καθαρίστε | ||
| γ' πληθ. | καθάρισαν καθαρίσαν(ε) |
θα καθαρίσουν(ε) | να καθαρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καθαρίσει | είχα καθαρίσει | θα έχω καθαρίσει | να έχω καθαρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καθαρίσει | είχες καθαρίσει | θα έχεις καθαρίσει | να έχεις καθαρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καθαρίσει | είχε καθαρίσει | θα έχει καθαρίσει | να έχει καθαρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καθαρίσει | είχαμε καθαρίσει | θα έχουμε καθαρίσει | να έχουμε καθαρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καθαρίσει | είχατε καθαρίσει | θα έχετε καθαρίσει | να έχετε καθαρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καθαρίσει | είχαν καθαρίσει | θα έχουν καθαρίσει | να έχουν καθαρίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.