σπονδές
Νέα ελληνικά
(el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
σπονδές
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
σπονδή
Ουσιαστικό
σπονδές
θηλυκό
επίσημη συνθήκη
ειρήνης
≈
συνώνυμα
:
:
ανακωχή
,
ειρήνευση
,
ειρήνη
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.