ειρηνοδικείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ειρηνοδικείο τα ειρηνοδικεία
      γενική του ειρηνοδικείου των ειρηνοδικείων
    αιτιατική το ειρηνοδικείο τα ειρηνοδικεία
     κλητική ειρηνοδικείο ειρηνοδικεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ειρηνοδικείο < ειρηνοδίκης + -είο / ειρήνη + -ο- + -δικείο

Ουσιαστικό

ειρηνοδικείο ουδέτερο

  1. (νομικός όρος) κατώτερο μονομελές πολιτικό δικαστήριο το οποίο εκδικάζει προσωπικές διαφορές που αφορούν σχετικά μικρά ποσά (κατά τη συγγραφή του παρόντος, μικρότερα των 20.000€) (μικρές αστικές υποθέσεις)
  2. το οίκημα που στεγάζει το εν λόγω δικαστήριο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.