ειρηνοδικείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ειρηνοδικείο | τα | ειρηνοδικεία |
| γενική | του | ειρηνοδικείου | των | ειρηνοδικείων |
| αιτιατική | το | ειρηνοδικείο | τα | ειρηνοδικεία |
| κλητική | ειρηνοδικείο | ειρηνοδικεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ειρηνοδικείο < ειρηνοδίκης + -είο / ειρήνη + -ο- + -δικείο
Ουσιαστικό
ειρηνοδικείο ουδέτερο
- (νομικός όρος) κατώτερο μονομελές πολιτικό δικαστήριο το οποίο εκδικάζει προσωπικές διαφορές που αφορούν σχετικά μικρά ποσά (κατά τη συγγραφή του παρόντος, μικρότερα των 20.000€) (μικρές αστικές υποθέσεις)
- το οίκημα που στεγάζει το εν λόγω δικαστήριο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.