σύρραξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σύρραξη | οι | συρράξεις |
| γενική | της | σύρραξης* | των | συρράξεων |
| αιτιατική | τη | σύρραξη | τις | συρράξεις |
| κλητική | σύρραξη | συρράξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συρράξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σύρραξη < αρχαία ελληνική σύρραξις < συρράττω / συρράσσω < ῥάττω / ῥάσσω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.