ειρηνοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ειρηνοφόρος | η | ειρηνοφόρα | το | ειρηνοφόρο |
| γενική | του | ειρηνοφόρου | της | ειρηνοφόρας | του | ειρηνοφόρου |
| αιτιατική | τον | ειρηνοφόρο | την | ειρηνοφόρα | το | ειρηνοφόρο |
| κλητική | ειρηνοφόρε | ειρηνοφόρα | ειρηνοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ειρηνοφόροι | οι | ειρηνοφόρες | τα | ειρηνοφόρα |
| γενική | των | ειρηνοφόρων | των | ειρηνοφόρων | των | ειρηνοφόρων |
| αιτιατική | τους | ειρηνοφόρους | τις | ειρηνοφόρες | τα | ειρηνοφόρα |
| κλητική | ειρηνοφόροι | ειρηνοφόρες | ειρηνοφόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ειρηνοφόρος < ελληνιστική κοινή εἰρηνοφόρος[1] < αρχαία ελληνική εἰρήνη + φέρω, μορφολογικά αναλύεται σε ειρήν(η) + -ο- + -φόρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ɾi.noˈfo.ɾos/
Μεταφράσεις
ειρηνοφόρος
|
|
Αναφορές
- εἰρηνοφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.