φιλειρηνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φιλειρηνικός | η | φιλειρηνική | το | φιλειρηνικό |
| γενική | του | φιλειρηνικού | της | φιλειρηνικής | του | φιλειρηνικού |
| αιτιατική | τον | φιλειρηνικό | τη | φιλειρηνική | το | φιλειρηνικό |
| κλητική | φιλειρηνικέ | φιλειρηνική | φιλειρηνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φιλειρηνικοί | οι | φιλειρηνικές | τα | φιλειρηνικά |
| γενική | των | φιλειρηνικών | των | φιλειρηνικών | των | φιλειρηνικών |
| αιτιατική | τους | φιλειρηνικούς | τις | φιλειρηνικές | τα | φιλειρηνικά |
| κλητική | φιλειρηνικοί | φιλειρηνικές | φιλειρηνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
Επίθετο
φιλειρηνικός, -ή, -ό
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.