pace

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /peɪs/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
pace paces

pace (en)

  1. βήμα
  2. ο ρυθμός
    the pace of life - ο ρυθμός της ζωής

Ρήμα

ενεστώτας pace
γ΄ ενικό ενεστώτα paces
αόριστος paced
παθητική μετοχή paced
ενεργητική μετοχή pacing

pace (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) βηματίζω πέρα δώθε
    He paced nervously up and down his room.
    Βημάτιζε νευρικά πάνω κάτω στο δωμάτιό του.
  2. καθορίζω την ταχύτητα σε ένα αγώνα δρόμου

Παράγωγα

Πηγές



Εσπεράντο (eo)

Ετυμολογία

pace < pac- + -e

Επίρρημα

pace (eo)



Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

pace (it) θηλυκό

  1. ειρήνη



Ρουμανικά (ro)

Ουσιαστικό

pace (ro) θηλυκό

  1. ειρήνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.