ανειρήνευτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανειρήνευτος η ανειρήνευτη το ανειρήνευτο
      γενική του ανειρήνευτου της ανειρήνευτης του ανειρήνευτου
    αιτιατική τον ανειρήνευτο την ανειρήνευτη το ανειρήνευτο
     κλητική ανειρήνευτε ανειρήνευτη ανειρήνευτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανειρήνευτοι οι ανειρήνευτες τα ανειρήνευτα
      γενική των ανειρήνευτων των ανειρήνευτων των ανειρήνευτων
    αιτιατική τους ανειρήνευτους τις ανειρήνευτες τα ανειρήνευτα
     κλητική ανειρήνευτοι ανειρήνευτες ανειρήνευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανειρήνευτος < μεσαιωνική ελληνική ανειρήνευτος < α- + αρχαία ελληνική εἰρηνεύω < εἰρήνη

Επίθετο

ανειρήνευτος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.