δημοσίου

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

δημοσίου ουδέτερο

  1. γενική ενικού του δημόσιο

Κλιτικός τύπος επιθέτου

δημοσίου

  1. (λόγιο) γενική ενικού του δημόσιος
  2. (λόγιο) γενική ενικού του δημόσιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.