δημοσιονομία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δημοσιονομία οι δημοσιονομίες
      γενική της δημοσιονομίας των δημοσιονομιών
    αιτιατική τη δημοσιονομία τις δημοσιονομίες
     κλητική δημοσιονομία δημοσιονομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δημοσιονομία < δημοσιονόμος + -ία

Ουσιαστικό

δημοσιονομία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.