δημόσιος τομέας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δημόσιος τομέας οι δημόσιοι τομείς
      γενική του δημόσιου τομέα των δημόσιων τομέων
    αιτιατική τον δημόσιο τομέα τους δημόσιους τομείς
     κλητική δημόσιε τομέα δημόσιοι τομείς
Κυρίως στον ενικό
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δημόσιος τομέας <  δείτε τις λέξεις δημόσιος και τομέας Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /ðiˈmo.si.os toˈme.as/

Πολυλεκτικός όρος

δημόσιος τομέας αρσενικό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.