δημόσιος τομέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δημόσιος τομέας | οι | δημόσιοι τομείς |
| γενική | του | δημόσιου τομέα | των | δημόσιων τομέων |
| αιτιατική | τον | δημόσιο τομέα | τους | δημόσιους τομείς |
| κλητική | δημόσιε τομέα | δημόσιοι τομείς | ||
| Κυρίως στον ενικό | ||||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðiˈmo.si.os toˈme.as/
Πολυλεκτικός όρος
δημόσιος τομέας αρσενικό
- (οικονομία) κάθε κυβέρνηση και όλες οι οντότητες που ελέγχονται ή χρηματοδοτούνται από αυτήν
- ※ Το 2019 στον δημόσιο τομέα εργάζονταν 604.744 άτομα, εκ των οποίων 32.420 με συμβάσεις ΙΔΟΧ, το 2020 602.789 άτομα, εκ των οποίων 33.780 ως ΙΔΟΧ, και το 2021 602.301, εκ των οποίων 32.149 ως ΙΔΟΧ, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΥΠΕΣ.
- Γεωργιοπούλου, Τάνια (2 Οκτωβρίου 2021), Σταθερός ο αριθμός των υπαλλήλων του Δημοσίου, Η Καθημερινή
- ※ Το 2019 στον δημόσιο τομέα εργάζονταν 604.744 άτομα, εκ των οποίων 32.420 με συμβάσεις ΙΔΟΧ, το 2020 602.789 άτομα, εκ των οποίων 33.780 ως ΙΔΟΧ, και το 2021 602.301, εκ των οποίων 32.149 ως ΙΔΟΧ, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΥΠΕΣ.
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
δημόσιος τομέας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.