δημοσιολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δημοσιολογικός | η | δημοσιολογική | το | δημοσιολογικό |
| γενική | του | δημοσιολογικού | της | δημοσιολογικής | του | δημοσιολογικού |
| αιτιατική | τον | δημοσιολογικό | τη | δημοσιολογική | το | δημοσιολογικό |
| κλητική | δημοσιολογικέ | δημοσιολογική | δημοσιολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δημοσιολογικοί | οι | δημοσιολογικές | τα | δημοσιολογικά |
| γενική | των | δημοσιολογικών | των | δημοσιολογικών | των | δημοσιολογικών |
| αιτιατική | τους | δημοσιολογικούς | τις | δημοσιολογικές | τα | δημοσιολογικά |
| κλητική | δημοσιολογικοί | δημοσιολογικές | δημοσιολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δημοσιολογικός < δημοσιολόγος / δημοσιολογία + -ικός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις δημοσιολόγος, δημόσιος, δήμος και λέγω
Μεταφράσεις
δημοσιολογικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.