δημοσιολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δημοσιολογία | οι | δημοσιολογίες |
| γενική | της | δημοσιολογίας | των | δημοσιολογιών |
| αιτιατική | τη | δημοσιολογία | τις | δημοσιολογίες |
| κλητική | δημοσιολογία | δημοσιολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δημοσιολογία < δημοσιολόγος + -ία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική publicisme)
Μεταφράσεις
δημοσιολογία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.