δημοσιοϋπαλληλικός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δημοσιοϋπαλληλικός < δημόσιος υπάλληλος / δημοσιοϋπαλληλία + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.mo.si.o.i.pa.li.liˈkos/
Επίθετο
δημοσιοϋπαλληλικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον δημόσιο υπάλληλο ή τη δημοσιοϋπαλληλία, ανήκει σ’ αυτά ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
- δημοσιοϋπαλληλικά
- → δείτε τις λέξεις δημόσιος υπάλληλος, δημόσιος, δήμος, υπάλληλος, υπό και άλλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.