public

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpʌblɪk/
 

Επίθετο

παραθετικά
θετικός public
συγκριτικός more public
υπερθετικός most public

public (en)

  1. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) δημόσιος, κοινός, σχετικά με τους ανθρώπους της κοινωνίας γενικότερα
    This virus creates problems for public health.
    Ο ιός αυτός δημιουργεί προβλήματα στη δημόσια υγεία.
    public opinion - κοινή γνώμη
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) δημόσιος, που παρέχονται, ιδίως από την κυβέρνηση, για τη χρήση των ανθρώπων γενικά
    a public library - δημόσια βιβλιοθήκη
  3. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) δημόσιος, σχετικά με την κυβέρνηση και τις υπηρεσίες που παρέχει
    public works/expenses/revenues - δημόσια έργα/έξοδα/έσοδα
  4. γενικός, που είναι γνωστό στους ανθρώπους γενικά
    It’s a matter of public concern.
    Είναι θέμα γενικού ενδιαφέροντος.
  5. δημόσιος, που γίνεται έτσι ώστε να μπορεί να παρευρεθεί, να συμμετάσχει όποιος θέλει
    a public gathering/discussion - δημόσια συγκέντρωση/συζήτηση
  6. (πληροφορική) η εφαρμογή που απευθύνεται στο κοινό
  7. (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) οντότητα (μεταβλητή, μέθοδος, κλπ.) που έχει ορισθεί μέσα σε κλάση και μπορεί να είναι προσβάσιμη άμεσα και χωρίς περιορισμούς από το υπόλοιπο πρόγραμμα
     δείτε και τις λέξεις protected και private
    δείτε επίσης: member accessibility στην αγγλική Βικιπαίδεια

Εκφράσεις

  • go public

Ουσιαστικό

public (en)

  1. το κοινό, οι άνθρωποι της κοινωνίας γενικότερα
    The museum is open to the public.
    Το μουσείο είναι ανοιχτό στο κοινό.
  2. το κοινό, μια ομάδα ανθρώπων που μοιράζονται ένα συγκεκριμένο ενδιαφέρον ή που ασχολούμαι με την ίδια δραστηριότητα
    the theater-going public - το θεατρόφιλο κοινό

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

public (fr) αρσενικό

le public était enthousiaste - το κοινό ήταν ενθουσιασμένο

Επίθετο

public (fr) αρσενικό ή θηλυκό

le secteur public - o δημόσιος τομέας

Εκφράσεις

  • opinion publique - κοινή γνώμη



Ρουμανικά (ro)

Ουσιαστικό

public (ro)

  1. κοινό
    relații cu publicul - οι σχέσεις με το κοινό

Εκφράσεις

  • opinie publică - κοινή γνώμη



Αναφορές

    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.