γίγνομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | γίγνομαι | |
| Παρατατικός | ἐγιγνόμην | |
| Μέλλοντας | γενήσομαι - γενηθήσομαι | |
| Αόριστος | ἐγενόμην - ἐγενήθην | |
| Παρακείμενος | γέγονα - γεγένημαι | |
| Υπερσυντέλικος | ἐγεγόνειν - ἐγεγενήμην | |
| Συντελ.Μέλλ. |
Ρήμα
γίγνομαι & γίνομαι
- (για πρόσωπα) γεννιέμαι
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 1, 1 η πρώτη φράση του βιβλίου Α
- Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο, πρεσβύτερος μὲν Ἀρταξέρξης, νεώτερος δὲ Κῦρος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 1, 1 η πρώτη φράση του βιβλίου Α
- (για γεγονότα) συμβαίνει
- γίνομαι με τη σημερινή έννοια
- ↪ ἐμποδών γίγνομαι - γίνομαι εμπόδιο, εμποδίζω επίτηδες
- πλησιάζω κάποιον
- καταγίνομαι με κάτι
- ↪ περί ὑφαντικήν γίγνομαι
Συγγενικά
και δείτε τα παράγωγά τους
σύνθετα του ρήματος
- Λέξεις γίγνομαι @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
όπως ενδεικτικά:
- ἀπογίγνομαι
- καταγίγνομαι
- προσγίγνομαι
- συγγίγνομαι
Πηγές
- γίγνομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γίγνομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.